- φοβερῶς
- D0-0-0-1-1=2 Ps 138(139),14; 3 Mc 5,45fearfully Ps 138(139),14; frightening 3 Mc 5,45
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
φοβερώς — φοβερῶς, ΝΜΑ, και φοβερά Ν βλ. φοβερός … Dictionary of Greek
φοβερῶς — φοβερός fearful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… … Dictionary of Greek